ξεμοντάρω

ξεμοντάρω
μετ. разбирать, демонтировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξεμοντάρω" в других словарях:

  • ξεμοντάρω — λύω μηχανήματα στα τμήματα ή στα κομμάτια που τά απαρτίζουν, αποσυναρμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μοντάρω (Ι) «συναρμολογώ τα τμήματα μηχανής»] …   Dictionary of Greek

  • ξεμοντάρισμα — το [ξεμοντάρω] λύσιμο μηχανήματος, αποσυναρμολόγηση …   Dictionary of Greek

  • ξηλώνω — 1. ανοίγω τις ραφές ραμμένου ενδύματος, ξεράβω 2. αφαιρώ τα καρφιά καρφωμένου αντικειμένου, ξεκαρφώνω 3. (σχετικά με μηχανή) διαλύω σε συστατικά μέρη, αποσυνθέτω, ξεμοντάρω 4. μτφ. διώχνω κάποιον, απομακρύνω κάποιον από τη θέση εργασίας του,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»